- φοβεσιστρατη
- φοβεσιστράτηφοβεσι-στράτη(ᾰ) adj. f наводящая страх на войска (sc. Παλλάς Arph.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
φοβεσιστράτη — scarer of hosts fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φοβεσιστράτη — ἡ, Α (ως προσωνυμία τής θεάς Αθηνάς) αυτή που προκαλεί φόβο στα αντίπαλα στρατεύματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοβεσ(ι) (< φοβῶ) + στρατός. Η μορφή τού α συνθετικού αναλογικά προς το αρχεσι (< αρχε * κατά το πρότυπο τών σύνθ. σε σι , πρβλ. ἀλγεσί… … Dictionary of Greek